- ωοβόρος
- -α, -ο, Νωοφάγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) «αβγό» + -βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο-βόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1801 στον Δανιήλ Φιλιππίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ωό(ν) — το / ᾠόν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ὤιον και δωρ. τ. ὤεον και αργείος τ. ὤβεον και ὤFεον, Α (για τα ωοτόκα ζώα) το γονιμοποιημένο ωάριο, καθώς και το ίδιο το γέννημα τού ζώου, το αβγό νεοελλ. 1. βιολ. η εξειδικευμένη δομή που αποτελείται από το ώριμο… … Dictionary of Greek